- μοιρολάτρη
- kaderci, fatalist
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μοιρολατρία — η η ιδιότητα τού μοιρολάτρη, η πίστη ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τη μοίρα και η τυφλή υποταγή σε αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Απόδοση τού γαλλ. fatalisme παράλληλα προς τη λ. μοιροκρατία*] … Dictionary of Greek
μοιρολατρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μοιρολατρία και το μοιρολάτρη: Οι μοιρολατρικές του αντιλήψεις τον κάνουν να τα βλέπει όλα αρνητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)